Άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Ο Άγιος Γερμανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 640 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο πατρίκιος Ιουστινιανός, που τον ανέθρεψε με μεγάλη ευσέβεια. Είκοσι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα, τον όποιο σκότωσε ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος (668 - 685 μ.Χ.), αφού τον συμπεριέλαβε μεταξύ αυτών που σκότωσαν τον πατέρα του. Τον Γερμανό αφού τον ευνούχισε, τον κατέταξε στον κλήρο της Εκκλησίας.
Αυτός, φημισμένος για την αρετή, τη μόρφωση και την αγιότητα της ζωής του, εκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στο 37ο έτος της ηλικίας του. Αργότερα όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, με τη γνώμη του βασιλιά Αναστασίου και την ψήφο της συγκλήτου, του κλήρου και του λάου, ανέβηκε στον οικουμενικό θρόνο (715 μ.Χ.).
Από τη θέση αυτή, αφιέρωσε όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις, διδάσκοντας και νουθετώντας με τα συνεχή κηρύγματα του το λαό. Κατόπιν, όταν ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος, του είπε να συμμορφωθεί με τα ασεβή διατάγματα του, αυτός όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά παρότρυνε και το λαό σε αντίσταση. Αναγκάστηκε έτσι να παραιτηθεί, αφού κατέθεσε το ωμοφόριό του πάνω στην αγία Τράπεζα.
Αποσύρθηκε σ' ένα πατρικό του κτήμα, το Πλατάνια, και μετά από σύντομη αρρώστια, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στις 12 Μαΐου το 740 μ.Χ. Η ταφή του έγινε στη Μονή της Χώρας.
Ενώ αρχικά καθαιρέθηκε και αναθεματίσθηκε από τη ψευδοσύνοδο της Ιερείας το 754 μ.Χ., στην συνέχεια δικαιώθηκε και εξυμνήθηκε από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ., η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και αναστήλωσε τις ιερές εικόνες. Επί της Πατριαρχίας του Αγίου, όταν το 718 μ.Χ. διασώθηκε η Κωνσταντινούπολη από βαρβαρική επιδρομή, συμπληρώθηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης ο Ακάθιστος Ύμνος.